προανοίγει

προανοίγει
προανοίγει , πρό-ἀνοίγνυμι
open
pres ind mp 2nd sg
προανοίγει , πρό-ἀνοίγνυμι
open
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσκλίνω — ΝΑ [κλίνω] 1. κλίνω, στρέφω κάτι προς κάτι άλλο, τό στηρίζω πάνω σε κάτι άλλο 2. στηρίζομαι, γέρνω, ακουμπώ 3. μτφ. έχω ενδιάθετη κλίση, αισθάνομαι φυσική συμπάθεια προς ένα πρόσωπο και τείνω να συνταχθώ με τις απόψεις του, να πάω με το μέρος του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”